διετίας

διετίας
διετίᾱς , διετία
fem acc pl
διετίᾱς , διετία
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Сантуш, Фернанду — Фернанду Сантуш Общая информация …   Википедия

  • ανατροπή — η (AM ἀνατροπή) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανατρέπω, αναποδογύρισμα νεοελλ. 1. εξαφάνιση γενόμενης διαδικασίας, μετά παρέλευση διετίας 2. αντιστροφή, μεταβολή της τάξης του πλου, ώστε αυτός που πλέει επικεφαλής να γίνει ουραγός και το… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • προδιετία — ἡ, Μ [διετία] το χρονικό διάστημα τής προηγούμενης διετίας …   Dictionary of Greek

  • Γκέρτσου-Σαρρή, Άννα — (Κωνσταντινούπολη 1936 –). Εκπαιδευτικός, μεταφράστρια και λογοτέχνης. Το 1938 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και η ίδια σπούδασε αργότερα στο εμπορικό τμήμα του Αμερικανικού Κολεγίου. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως γραμματέας και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”